- εξοικειώνομαι
- εξοικειώνομαι, εξοικειώθηκα, εξοικειωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αποκτώ — κ. χτώ (Μ ἀποκτῶ, άω) κάνω κτήμα μου κάτι νεοελλ. αποκτώ παιδί, γεννώ μσν. γνωρίζω κάτι, εξοικειώνομαι με κάτι … Dictionary of Greek
εγκλιματίζω — 1. συνηθίζω ζωντανό οργανισμό να ζει σε ξένο γι αυτόν τόπο 2. μέσ. (για πρόσ.) εξοικειώνομαι με το κλίμα ή τις συνήθειες ζωής ενός ξένου τόπου … Dictionary of Greek
εισοικίζω — εἰσοικίζω (AM) 1. εισάγω κάποιον ως κάτοικο, μεταφέρω από αλλού και εγκαθιστώ ως κατοίκους 2. εἰσοικίζομαι α) μεταναστεύω και εγκαθίσταμαι β) εξοικειώνομαι γ) «γυναῑκα εἰσοικίζομαι» παντρεύομαι … Dictionary of Greek
κατεθίζω — (Α) καθιστώ κάτι συνηθισμένο 2. συνηθίζω, εξοικειώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐθίζω «συνηθίζω»] … Dictionary of Greek
κουπί — Κομμάτι ξύλου διαμορφωμένο κατά τέτοιον τρόπο ώστε να χρησιμεύει για την πρόωση σκάφους με τη χρησιμοποίηση της μυϊκής δύναμης του ανθρώπου. Το κ. είναι μοχλός δεύτερου είδους, στον οποίο και η δύναμη και η αντίσταση εφαρμόζονται αντίστοιχα στη… … Dictionary of Greek
μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… … Dictionary of Greek
οικειώ — οἰκειῶ, όω (ΑΜ, Α ιων. τ. οἰκηϊόω) [οικείος] 1. συνάπτω, προσαρμόζω, κάνω κάτι κατάλληλο για κάποιον («τριμμάτιον ᾠκείωσα τούτοις ἀνθινὸν παντοδαπόν», Σωτ. Κωμ.) 2. μέσ. οἰκειοῡμαι, όομαι α) κάνω δικό μου κάποιον ή κάτι που ανήκει σε άλλον, θεωρώ … Dictionary of Greek
παραθαρρεύω — 1. έχω πεποίθηση ή εμπιστοσύνη περισσότερη από το κανονικό («παραθαρρεύει πως θα πετύχει») 2. εξοικειώνομαι περισσότερο από όσο πρέπει με κάποιον, παραπαίρνω θάρρος … Dictionary of Greek
προοικειούμαι — όομαι, Α 1. οικειοποιούμαι, καθιστώ δικό μου κάτι εκ τών προτέρων 2. παθ. εξοικειώνομαι με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + οἰκειοῡμαι «οικειοποιούμαι»] … Dictionary of Greek
προσαρμόζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. προσαρμόττω Α [αρμόζω] 1. συνδέω κάτι με κάτι άλλο, συναρμόζω, ταιριάζω, εφαρμόζω («δρέπανά τε σιδηρᾶ περὶ τοῑς ἄξοσι προσήρμοσται», Ξεν.) 2. συνεκδ. στερεώνω 3. μτφ. τροποποιώ, μεταβάλλω κάτι για να τό καταστήσω πιο εύχρηστο ή… … Dictionary of Greek